τρυχηρός

τρυχηρός
τρῡχ-ηρός, ά, όν,
A ragged, tattered, worn out,

τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν . . χρόα λακίσματα E.Tr.496

.
II wearing, tormenting, grievous, τρυχηρᾷ καὶ πολυμερίμνῳ βασάνῳ περιπεσόντες Vett. Val.109.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρυχηρός — ά, όν, Α 1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος 2. βασανιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. ηρός* (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • τρυχηρά — τρῡχηρά , τρυχηρός ragged neut nom/voc/acc pl τρῡχηρά̱ , τρυχηρός ragged fem nom/voc/acc dual τρῡχηρά̱ , τρυχηρός ragged fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυχηρόν — τρῡχηρόν , τρυχηρός ragged masc acc sg τρῡχηρόν , τρυχηρός ragged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • τρυχηρᾷ — τρῡχηρᾷ , τρυχηρός ragged fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”